(Ένας ηλικιωμένος ηθοποιός στο δωμάτιό του κάνει πρόβα τον ρόλο του έχοντας μπροστά του το κείμενο, για να το συμβουλεύεται όποτε χρειάζεται. Απευθύνεται, καθισμένος, στον νεαρό, 32 ετών, αυτοκράτορα Ιουλιανό, που υποτίθεται ότι βρίσκεται ξαπλωμένος κάπου απέναντί του, τραυματισμένος θανάσιμα από δόρυ στην μάχη κατά των Περσών –πνέοντας πλέον τα λοίσθια)
Βασιλεύ,
γνωρίζω, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, την ύστατη αυτή ώρα της ζωής σου, να σου εκφράσω το παράπονό μου. Οι δεσμοί μου, όμως, με την οικογένειά σου μου δίνουν το δικαίωμα αυτό. Θρέμα, βλέπεις, της αυλής σας –όπως θα έπρεπε, μάλιστα, να σας ανήκει ένας υπηρέτης. Θυμάσαι που σου ανέλυα την Ιλιάδα; «Θεά, τραγούδα την οργή του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα!» κλπ., κλπ. Θυμάσαι; Ο Απόλλων, μικρέ πρίγκιπά μου, για να εκδικηθεί τον Αγαμέμνονα, που αρνιόταν να ικανοποιήσει την επιθυμία του Τρώα ιερέα του, του Χρύση, να του δώσει πίσω την κόρη του που του την είχε πάρει αιχμάλωτη στην σκηνή του, στέλνει στο στρατόπεδό τους φοβερό λοιμό. Ο Αγαμέμνων δέχεται, τελικά, να επιστρέψει την Χρυσιίδα, υπό τον όρο να του παραχωρήσει ο Αχιλλέας την αδελφή της, την Βρυσιίδα, που την είχε πάρει στην σκηνή του για δική του χρήση. Ο Αχιλλέας αναγκάζεται να του την δώσει παίρνοντας, παράλληλα, την απόφαση να αποσυρθεί από την μάχη εναντίον των Τρώων. Όλα, όπως βλέπεις, Ιουλιανέ –ω, συγνώμη- βασιλεύ–, όλα για το μουνί της Χάιδως, ή, να το πούμε αλλιώς, για την ψωλή του Αγαμέμνονα.
(Σταματά την πρόβα –στον εαυτό του)
Δεν νιώθω άνετα, γαμώ το, δεν μου βγαίνει … Πώς είναι δυνατόν, σε ένα έργο, υποτίθεται ποιοτικό, να λέω ‘γω για μουνιά και ψωλές; Εντάξει, να ανεβάσομε το έργο ρεαλιστικά. Τέτοιον ρεαλισμό, όμως, αισχρό, να τον χέσω. (Απευθυνόμενος νοερά στον σκηνοθέτη) Μη νομίζεις, έχεις κι εσύ σαν σκηνοθέτης το δικό σου μερίδιο ευθύνης για το ήθος της παράστασης. Στο λέει αυτό κάποιος που, ωραία, μπορεί να μην είμαι ο σκηνοθέτης, να έχω τον πρώτο λόγο, αλλά, εν πάση περιπτώσει, κουβαλάω κι εγώ στην πλάτη μου κάποιες δεκαετίες δουλειάς στο θέατρο, και δικαιούμαι, πιστεύω, να έχω άποψη. Να παρέμβεις, κύριε. Θέλεις να μείνεις πιστός στο γράμμα του έργου; Καμιά αντίρρηση –αν έτσι, όμως, υποστηρίζεται το έργο. Υποστηρίζεται; Τρίχες. Πες ότι ο θεατής, ακούγοντας για ψωλές και μουνιά, σηκώνεται και φεύγει. Τι έκανες, τότε; Μια τρύπα στο νερό. Κανένας καλλιτέχνης –μην κοροϊδευόμαστε– δεν δουλεύει ερήμην του κοινού. Δε πα να λέει ο άλλος ότι, κάνοντας θέατρο, ζωγραφίζοντας, γράφοντας ποίηση, συνθέτοντας μουσική ή δεν ξέρω ‘γω τι άλλο, το κάνει μόνο και μόνο για τον εαυτό του, για να βγάλει από μέσα του τις ανησυχίες του κι άλλες τέτοιες μαλακίες …, ποιος τον πιστεύει; Αν είναι έτσι, και, κάνοντας ό, τι έκανε, το έκανε για να βγάλει τα σώψυχά του, τότε γιατί μετά που το έκανε, δεν το καταστρέφει; Τι περιμένει; Μήπως την δόξα; Την αναγνώριση; Το χρήμα; Και ποιος θα του τα δώσει αυτά; Το κοινό, βέβαια. Ή …, και καλά, πες ότι μένει στην παράσταση ο θεατής από σεβασμό προς τους συντελεστές της. Έχεις την εντύπωση ότι, αν λέει κάτι το έργο που, υπό άλλες συνθήκες, θα τον άγγιζε, θα τον αφήσει να το εισπράξει η αηδία που του προκαλούν οι αισχρολογίες; Ο άλλος δρόμος, πάλι, είναι, αντί, κύριε σκηνοθέτα μου, να μένεις στο γράμμα του έργου, να ενδιαφερθείς για το νόημά του και να προσπαθήσεις να το αναδείξεις. Ιδού η Ρόδος, λοιπόν: ο μονόλογος που μου πρότεινες να κάνομε. Και γι’ αυτό σου είμαι ευγνώμων. Δεν στο έχω πει, γιατί, πώς να το πω, η αξιοπρέπειά μου δεν μου το επιτρέπει. Δεν θα ήθελα ποτέ να δώσω την εντύπωση ότι εκλιπαρώ για έναν ρόλο εγώ, εγώ που έχω παίξει …, και τι δεν έχω παίξει –Άμλετ! Θείο Βάνια! Ιάγο! Εστραγκόν! Γαλιλαίο! Ερρίκο τον Τέταρτο! Γουίλι στον Θάνατο του Εμποράκου! Δον Ζουάν! Ήρθε, όμως, η στιγμή πριν από κάπου είκοσι χρόνια κι έπεσε ένα χοντρό παραπέτασμα που χώρισε το ένδοξο παρελθόν μου από την άνυδρη ύπαρξή μου, όπως κατάντησε στην συνέχεια η ζωή μου. Κανένας δεν με θυμάται πια. Ούτε μια πρόταση όλα αυτά τα χρόνια. Θέλω να την αλλάξω την ζωή μου. Την έχω σκυλοβαρεθεί έτσι χωρίς να παίζω. Να την αλλάξω, ναι. Και, λοιπόν; Θα αλλάξει τίποτα, τελικά; Μπορεί ο Ιουλιανός τώρα εδώ, ο μονόλογος που μου έκανες την τιμή να μου εμπιστευθείς, να είναι η ευκαιρία για μια καινούρια αρχή να ξαναπαίξω. Έναν, τρεις, εφτά ρόλους; Και μετά, νέκρα πάλι. Φαντάζομαι τον εαυτό μου, κάνοντας ένα άλμα στον χρόνο, μερικά χρόνια μπροστά, να αναπολεί τότε τους ρόλους που θα έχω παίξει εντωμεταξύ. Θα έχει μείνει, άραγε, τότε τίποτα από αυτούς, για να με θυμάται κανείς; Όπως τώρα! Έχει μείνει τίποτα τώρα από ό, τι έχω παίξει πριν από είκοσι, και πιο πίσω ακόμα, χρόνια; Αγνοούμαι παντελώς! Δεν πάει να μιλάς εσύ για τα περασμένα … Λέγοντας ξανά και ξανά τι έχεις κάνει, δεν κάνεις τίποτε άλλο παρά να σβήνεις σιγά-σιγά ό, τι έχεις κάνει, μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχει τίποτα. Σαν να έχω τραβήξει μια δαγκωματιά στο χέρι μου αφήνοντας πάνω στο δέρμα μου ένα βαθύ μελανό σημάδι, και, κοιτώντας το ξανά και ξανά, άπειρες φορές, φτάνει η στιγμή που, χωρίς να το καταλάβω, βλέπω ότι δεν είναι πια εκεί –δεν υπάρχει πουθενά. Ή μάλλον όχι: είναι αποτυπωμένο πάνω στα λόγια μου. Αλλά μήπως κι αυτά, βγαίνοντας από το στόμα μου, δεν χάνονται στον αέρα παίρνοντάς το μαζί τους; Στο διάολο! Ένας φορέας καταστροφής είμαι. Για να ακυρώνω όλα όσα λέω.
(Συνεχίζει την πρόβα. Προσπαθεί να θυμηθεί τα λόγια του ρόλου του. Κοιτάει τα χαρτιά του να τα θυμηθεί)
Α, εδώωω είμαστε …