Νίτσε

Την, ούτως ή άλλως σύντομη, ζωή του Νίτσε, ο οποίος γεννήθηκε το 1844 στην πολίχνη Ραίκεν, κοντά στην Λειψία, της Σαξονίας, επαρχίας τότε της Πρωσίας, οι μελετητές του συνηθίζουν να την χωρίζουν σε τέσσερις περιόδους: στα χρόνια της νεότητας, που ξεκινούν από την γέννησή του και φτάνουν ως το 1869, οπότε εκλέχθηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας· στο διάστημα της ακαδημαϊκής δράσης του, που διαρκεί από το 1869 έως το 1879, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας[1] από την θέση του στο πανεπιστήμιο· στην εποχή που ζει ως περιπλανώμενος στοχαστής από το 1879 έως το 1889, έτος που παρουσιάζει σημάδια ψυχικής διαταραχής και ανισορροπίας· και στην περίοδο από το 1889, που, ανίκανος πια να ελέγξει τον εαυτό του, παραδίδεται στην φροντίδα άλλων, ως τον θάνατό του, το 1900.

Ο Νίτσε έζησε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια μέσα σε ένα ιδιόμορφο οικογενειακό περιβάλλον, μια και όλα τα μέλη του, εκτός από τον ίδιο, ήταν γυναίκες. Ο πατέρας του, λουθηρανός πάστορας και δάσκαλος προηγουμένως, πέθανε νωρίς από «εγκεφαλική ασθένεια»[2], όταν ο Νίτσε ήταν πέντε χρονών. Πολύ νωρίς ο Νίτσε έχασε και τον αδελφό του –δύο μόλις ετών. Έτσι, με την μητέρα του και την μικρότερή του αδελφή, Ελίζαμπετ[3], πήγαν στην πόλη Νάουμπουργκ να ζήσουν μαζί με την μάνα και τις δυο αδελφές του πατέρα του –πέντε γυναίκες κι αυτός! Μετά το σχολείο, όπου έδειξε ιδιαίτερη κλίση στην μουσική και την γλώσσα, έγινε δεκτός στην φημισμένη σχολή της Πφόρτα, οπότε, παράλληλα με τα μαθήματα, καταγινόταν στην ποίηση και στην μουσική σύνθεση. Ακολούθως, αποφάσισε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο της Βόνης, για να σπουδάσει κλασική φιλολογία και, επηρεασμένος από την θρησκευτική ατμόσφαιρα του σπιτιού του, θεολογία. Mετά το πρώτο κιόλας εξάμηνο, όμως, νιώθοντας την πίστη του στον Θεό να κλονίζεται, εγκατέλειψε, προκαλώντας την οργή της μητέρας του, την θεολογία, και επικέντρωσε στην συνέχεια το ενδιαφέρον του στον τομέα της κλασικής φιλολογίας –πρώτα στο ίδιο πανεπιστήμιο και κατόπιν στο πανεπιστήμιο της Λειψίας. Παράλληλα, τότε, με τις σπουδές του στην κλασική φιλολογία μελέτησε επισταμένως το έργο του Σοπενχάουερ, του οποίου η διδασκαλία για την βούληση τον επηρέασε βαθιά στην διαμόρφωση των απόψεών του. Στην περίοδο αυτή της ζωής του, επίσης, το 1868 συγκεκριμένα, γνώρισε το μουσικό είδωλό του, τον συνθέτη Ριχάρδο Βάγκνερ[4], με το έργο του οποίου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή πριν από μερικά χρόνια, το 1861, και είχε συγκλονιστεί. Πέρα από την μουσική ιδιοφυΐα και την μαγνητίζουσα προσωπικότητα του Βάγκνερ, που τον εντυπωσίαζαν, κάτι ακόμη που τον ήλκυε σε αυτόν ήταν το γεγονός ότι έτρεφε τον ίδιο με τον δικό του θαυμασμό για τον Σοπενχάουερ.

Ύστερα από το τέλος των σπουδών του και πριν ακόμη ολοκληρώσει την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του έγινε στην ασυνήθιστη ηλικία των 24 ετών καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Πριν αναλάβει τα καθήκοντά του εκεί φρόντισε να αποποιηθεί την υπηκοότητα του Πρώσου πολίτη, για να μείνει έκτοτε σε όλη του την ζωή επισήμως άπατρις[5]. Στην περίοδο αυτή της ζωής του συνέβησαν ακόμη ορισμένα γεγονότα, που είχαν σημαντικές επιπτώσεις πάνω του κατόπιν. Καλλιέργησε την φιλία[6] του με τον Βάγκνερ και την Κόζιμα[7], με την οποία φαίνεται ότι ήταν κρυφά ερωτευμένος· τους επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι τους στην Λουκέρνη. Τότε συνδέθηκε και με τον καθηγητή της θεολογίας Φράντς Όβερμπεκ (1837-1905), ο οποίος παρέμεινε ο στενός φίλος του ως το τέλος της ζωής του. Η ολιγόμηνη[8], έστω, θητεία του ως νοσοκόμου στον πρωσικό στρατό κατά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο[9]υπήρξε μοιραία για την κατάσταση της ήδη επισφαλούς υγείας του[10]· πέρα από την εμπειρία που του προκάλεσε η θέα των τραυματισμένων και νεκρών στρατιωτών, ο ίδιος προσβλήθηκε από διφθερίτιδα, δυσεντερία και, όπως πιθανολογείται, από σύφιλη, η οποία, όπως εκτιμούν πολλοί βιογράφοι του, στάθηκε η αιτία που τρελάθηκε αργότερα. Ο κύκλος αυτός της ζωής του, στην διάρκεια του οποίου δημοσίευσε και τα πρώτα βιβλία του[11], ολοκληρώθηκε με την παραίτησή του από την θέση του καθηγητού στο πανεπιστήμιο, την οποίαν υπέβαλε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για λόγους υγείας[12].

Τα επόμενα χρόνια, αναζητώντας, λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του, μέρη που το κλίμα τους θα μπορούσε να τον ανακουφίζει από τα ενοχλήματα και τους πόνους, άλλαζε συχνά τόπο κατοικίας· συνήθως το καλοκαίρι το περνούσε στην Γερμανία και την Ελβετία, και τον χειμώνα στην Ιταλία και την Γαλλία. Άλλαξε 42 φορές σπίτι. Δεν ήταν παρά «ένας περιπλανώμενος φυγάς», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του, ένας ακούραστος ταξιδιώτης που δεν κατευθυνόταν, όμως, «προς έναν τελευταίο σκοπό, γιατί αυτός δεν υπάρχει»[13]. Και μη νομιστεί ότι, αλλάζοντας συνεχώς τόπους διαμονής, κατάφερνε να ξεφύγει από την οδύνη και την θλίψη. Κάθε άλλο. «Εδώ χωρίς θερμάστρα», σημειώνει, «ξεπαγιασμένος, με μελανιασμένα χέρια, δύσκολα θα αντέξω για πολύ ακόμα … Η υγεία μου είναι κλονισμένη … Δεν έχω κανέναν να μου διαβάσει. Κάθε βράδυ θλιμμένος στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο, με τα δόντια να χτυπούν περιμένοντας επί τρεις ή τέσσερις ώρες την άδεια να πέσω στο κρεβάτι» –άδεια από τον εαυτό του, μέχρι να περιοριστεί, δηλαδή, η ένταση των πόνων από τους οποίους υπέφερε έτσι, ώστε να μπορεί να κοιμηθεί. Παράγγειλε στην μητέρα του την θερμάστρα, κι έφτασε τέσσερις μήνες μετά[14]. Κι όμως, η περίοδος τούτη της ζωής, παρά τις δυσκολίες και την μιζέρια που αντιμετώπιζε, τα προβλήματα της υγείας του από τα οποία υπέφερε και τα διαστήματα βαριάς κατάθλιψης που έπεφτε, ήταν η πιο δημιουργική φάση της ζωής του από συγγραφική άποψη[15], χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι τα βιβλία του είχαν, όπως ο ίδιος το επιθυμούσε, απήχηση στον κόσμο. Παρέμεναν απούλητα. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να εκδώσει με δικά του έξοδα έναν αριθμό αντιτύπων, για να τα μοιράσει σε φίλους του. Όπως ο πόθος του για εκδοτική επιτυχία έμενε ανεκπλήρωτος, το ίδιο άτυχη ήταν και η ερωτική ζωή του. Είχε αγαπήσει, τότε, μια σχεδόν εικοσάχρονη, ευφυής, εμφανίσιμη και φιλόδοξη Ρωσίδα, η οποία σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, την Λου Αντρέας Σαλομέ (1861-1937)[16], που, όπως λέει η ίδια, μόλις την είδε της είπε: «ποια αστέρια έκαναν τις τροχιές μας να συγκλίνουν;»[17]. Η σχέση τους, ωστόσο, δεν κατέληξε σε γάμο. Ο Νίτσε, βέβαια, όπως τουλάχιστον αναφέρει η Σαλομέ, της πρότεινε να παντρευτούν, αλλά αρνήθηκε εκείνη. Κάτι καλό, πάντως, που του προέκυψε, μέσα στις ταλαιπωρίες που αντιμετώπισε σε τούτην την περίοδο της ζωής του, ήταν η σχέση φιλίας την οποία ανέπτυξε με τον Γερμανό συνθέτη και συγγραφέα Πέτερ Γκαστ (1854-1918)[18], παλιό φοιτητή του, ο οποίος εκτελούσε χρέη προσωπικού του γραμματέα[19]. Ο Γκαστ, του οποίου το μουσικό ταλέντο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Νίτσε[20], ήταν εκείνος που, κατά την ημέρα της κηδείας του, είπε την προσευχή, την οποίαν έκλεισε με την ευχή «αγιασθήτω το όνομά σου εις τους αιώνας των αιώνων» αγνοώντας τον φόβο που αρκετά χρόνια πριν είχε εκφράσει[21] ο Νίτσε μήπως μια μέρα το όνομά του θα μπορούσε να θεωρηθεί άγιο.

Την 3η Ιανουαρίου του 1889 ο Νίτσε υπέστη ισχυρό νευρικό κλονισμό που, καθιστώντας τον ως το τέλος της ζωής του εντελώς ανίκανο να σκεφτεί, τον πέταξε έξω από την ζωή –σαν να μην υπήρχε πια. Όταν είδε, λένε, στο Τορίνο , στην Πιάτζα Κάρλο Αλμπέρτο, έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του, έτρεξε προς αυτό και, αφού, με δάκρυα στα μάτια, πέρασε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του ανυπεράσπιστου ζώου σαν να ήθελε να το προστατεύσει, κατέρρευσε στο έδαφος. Αυτή ήταν η αρχή του μακρινού ταξιδιού του μέσα στην τρέλα, από την οποία ουδέποτε συνήλθε. Τα σύντομα σημειώματα, τα οποία απέστειλε τις αμέσως επόμενες ημέρες σε γνωστά του πρόσωπα, όπου υπέγραφε άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» κι άλλοτε ως «Διόνυσος», μαρτυρούσαν την σοβαρή ψυχική διαταραχή που είχε υποστεί. Τι έφταιξε, όμως και τρελάθηκε; Αυτό ένα ανοικτό ζήτημα. Άλλοι από τους σχολιαστές του υιοθετούν την αρχική διάγνωση των γιατρών, σύμφωνα με την οποία η ψυχική διαταραχή του οφειλόταν στην σύφιλη, την οποία θα πρέπει να κόλλησε είτε όταν ήταν φοιτητής είτε στο διάστημα που υπηρέτησε ως νοσοκόμος κατά τον γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Άλλοι θεωρούν ότι θα πρέπει να είχε προσβληθεί από καρκίνο στον εγκέφαλο, συνεπεία του οποίου προκλήθηκε η νευρική κατάρρευσή του. Άλλοι υποθέτουν ότι κάποιο ηρεμιστικό, από τα διάφορα φάρμακα που έπαιρνε λόγω της ευαισθησίας που παρουσίαζαν τα νεύρα του, ενδεχομένως να επιβάρυνε το ήδη ευεπίφορο στην ψυχική διαταραχή νευρικό σύστημά του. Άλλοι εκτιμούν ότι υπήρχε ήδη μέσα του ο σπόρος της διανοητικής ασθένειας, η οποία εξελίχθηκε τελικά σε παραφροσύνη. Ο ίδιος, πάντως, σε επιστολή του, τον Απρίλιο του 1888, αναφέρει ότι ποτέ δεν είχε αντιληφθεί πάνω του συμπτώματα διανοητικής διαταραχής.

Τα πράγματα, ύστερα από την νευρική κατάρρευσή του, εξελίχθηκαν ως εξής: ο Όβερμπεκ λίγες μέρες μετά έσπευσε κοντά του στο Τορίνο, από όπου φρόντισε να μεταφερθεί σε ψυχιατρική κλινική πρώτα της Βασιλείας και κατόπιν, ύστερα από επιθυμία της μητέρας του, της Ιένα, από όπου πήρε εξιτήριο, για να μεταφερθεί στο πατρικό του σπίτι, στο Νάουμπουργκ, και να ζήσει εκεί μαζί με την μητέρα του και αργότερα, την αδελφή του, που επέστρεψε, το 1893, στην Γερμανία από την Παραγουάη[22]. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 1897, η αδελφή του αποφάσισε να εγκατασταθούν στην Βαϊμάρη[23]. Εκεί, στην «παραλυτική ψυχική διαταραχή» του, την οποία είχαν διαγνώσει οι γιατροί κατά την θεραπεία του στην ψυχιατρική κλινική της Ιένα, ήρθαν να προστεθούν αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, εξαιτίας των οποίων δεν μπορούσε πια να περπατήσει ούτε να μιλήσει, για να προσβληθεί στο τέλος από πνευμονία, που ήταν και το μοιραίο κτύπημα, εκείνο που του έκοψε το νήμα της ζωής. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της Ραίκεν, κατά την τελετουργική διαδικασία που είχε καθιερώσει η λουθηρανή εκκλησία, όπως αποφάσισε η αδελφή του

***

Ο Νίτσε δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί φιλόσοφος με την καθιερωμένη σημασία του όρου, σαν ένας φιλόσοφος, δηλαδή, που χρησιμοποιώντας, όπως απαιτεί η φιλοσοφία[24], ως όπλο του το επιχείρημα, διαλέγεται με άλλους φιλοσόφους είτε για να αμφισβητήσει τις απόψεις των και να τις διορθώσει ή να τις αντικαταστήσει είτε για να προχωρήσει την σκέψη τους παραπέρα. Πρόκειται μάλλον για έναν εμπνευσμένο διανοούμενο που έδρασε αυτόνομα μέσα στον ρουν της ιστορίας της φιλοσοφίας, με την έννοια ότι δεν ανήκε σε κάποιο φιλοσοφικό ρεύμα, σε αυτήν ή εκείνη την σχολή φιλοσοφίας. Επιλέγοντας την μοναξιά[25] επιχείρησε πράγματα που του προκαλούσαν το ενδιαφέρον να τα χειριστεί και να τα εκφράσει με έναν ασυνήθιστο, ατίθασο, άναρχο, διαπνεόμενο από την δύναμη της έμπνευσής του τρόπο, που ξαφνιάζει και, όχι σπανίως, αναστατώνει την σκέψη μας –σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που να μην είμαστε, τουλάχιστον πάντοτε, σίγουροι για τις προθέσεις του, για το τι ήθελε να πει[26]. Εκείνο, πάντως, για το οποίο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι είναι η αγωνία του σχετικά με την ανθρώπινη μοίρα, που βρίσκεται στην καρδιά των φιλοσοφικών αναζητήσεών του: πώς, δηλαδή, εξελίχθηκαν τα πράγματα για να φτάσει ο άνθρωπος ως εδώ, στο κρίσιμο γι’ αυτόν σημείο της ιστορίας του, πώς, από δω και πέρα, θα πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα διαμορφωθεί η κατάστασή του και πώς οφείλει να την διαχειριστεί.

Το κρίσιμο σημείο, εν προκειμένω, για το οποίο μιλάει ο Νίτσε, είναι ο θάνατος του Θεού –του Θεού, κατ’ αρχάς, που πιστεύουν οι χριστιανοί, μια και με αυτόν είμαστε εξοικειωμένοι τόσο εκείνος όσο και εμείς που ζούμε στον καλούμενο δυτικό κόσμο. Λέγοντας, λοιπόν, ο Νίτσε ότι «ο Θεός είναι νεκρός»[27] εννοεί όχι την εξάλειψη του Θεού ως φυσικής οντότητας, όπως, όταν λέμε, για παράδειγμα, ότι πέθανε ο τάδε ή ότι ξεράθηκε ένα δέντρο, αλλά ότι ο Θεός δεν διαδραματίζει πλέον κανέναν ρόλο στην ζωή μας. Με την απώλεια της πίστης μας στον Θεό διαλύεται το παν, δεν μένει τίποτε στα χέρια μας πια: ούτε οι ηθικές αξίες, που είναι συνυφασμένες με την ύπαρξη του Θεού, ούτε ο κόσμος μέσα στον οποίο μάθαμε να ζούμε και να πιστεύομε ότι δημιουργήθηκε από τον Θεό και συνέχισε ως τώρα να υπάρχει χάρη στην αδιάπτωτη μέριμνα του δημιουργού του. Έτσι, ο θάνατος του Θεού είναι μια πρόκληση για τον άνθρωπο να μάθει να ζει αλλιώς, να διαμορφώσει μια καινούρια μορφή ζωής, που δεν θα βασίζεται στις ηθικές αξίες και στην ιδέα ενός δεδομένου, προκατασκευασμένου, έτοιμου κόσμου, τις οποίες ως τώρα υπό την επήρεια της πίστης του στον Θεό είχε ασπαστεί.

Ειδικότερα, ως προς τις ηθικές αξίες, σύμφωνα με τις οποίες οφείλομε να ρυθμίζομε την συμπεριφορά μας, ο Νίτσε υποστήριξε ότι κατά την ιστορική διαδρομή του ανθρώπου διαμορφώθηκαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι μεταξύ τους τύποι ηθικής: η ηθική του κυρίου και η ηθική του δούλου, όπως τις αποκάλεσε, οι οποίες υπαγορεύθηκαν, αντιστοίχως, από την μορφή ζωής των Ελλήνων του καιρού του Ομήρου και από την μορφή ζωής που καθιερώθηκε στους κόλπους της ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας. Στην ηθική του κυρίου, ορισμένως, το καλό συνίσταται σε αξίες, όπως η υγεία, ο πλούτος, το πάθος για επιχειρήσεις, η τόλμη, η εκδικητικότητα, ο δόλος, η αρπακτικότητα, η δίψα για δύναμη, που συνιστούν γνωρίσματα του ήρωα της ομηρικής εποχής, ενώ το κακό είναι συνυφασμένο με ιδιότητες, όπως η πενία, η αρρώστια, η παθητικότητα, η υποτακτικότητα, η αδυναμία, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον δούλο στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με την ηθική του δούλου, η οποία αντιπαρατίθεται στην ηθική του δούλου, η συμπεριφορά του ανθρώπου θα πρέπει να διέπεται από αξίες που καλλιεργήθηκαν στους κόλπους της ιουδαϊκής και της χριστιανικής παράδοσης. Έτσι, το καλό είναι συνυφασμένο με τον οίκτο, την συμπάθεια, την φιλευσπλαχνία, την ανεκτικότητα, την καρτερικότητα και την ταπεινότητα, που χαρακτηρίζουν τους δούλους, τους αδύναμους, εκείνους που σε καιρό ειρήνης φοβούνται και θέλουν να μένουν στο περιθώριο, ενώ το κακό συνδέεται με χαρακτηριστικά που, όπως η αναλγησία, η υπερηφάνεια, η επιθετικότητα και η τρυφηλότητα, αποδίδονται στους κυρίους, στους ισχυρούς.

Όσο διαφορετικοί, ωστόσο, κι αν είναι οι δύο αυτοί τύποι ηθικής, δεν παύει, εντούτοις, ο στόχος των απολογητών τους να είναι, σε τελευταία ανάλυση, κοινός: η θέληση για δύναμη. Ήδη ο Σοπενχάουερ[28], προς τον οποίον ο Νίτσε έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό, είχε θεωρήσει ότι η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο είναι η βούληση. Ο Νίτσε υιοθέτησε την άποψη του Σοπενχάουερ δίνοντάς της, όμως, διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο με το οποίο την είχε εφοδιάσει ο Σοπενχάουερ. Ενώ, δηλαδή, για τον Σοπενχάουερ η βούληση μεταφράζεται σε θέληση για ζωή, ο Νίτσε υποστήριξε ότι η βούληση είναι θέληση για δύναμη. Όχι ότι ο Νίτσε αρνείται την θέληση για ζωή. Απλώς, θεωρεί ότι η θέληση για δύναμη είναι κάτι παραπάνω από την θέληση για ζωή, και ότι, από την άποψη αυτή, η θέληση για ζωή είναι μέρος της θέλησης για δύναμη. Ουσιαστικά, κατά τον Νίτσε, η ζωή για έναν οργανισμό δεν είναι παρά ένα μέσο, για να αυξήσει αυτός την δύναμή του. Και τούτο το διαπιστώνομε, όταν βλέπομε ζώα ή ανθρώπους να βάζουν σε κίνδυνο την ζωή τους, προκειμένου να υπερισχύσουν των αντιπάλων τους. Ζούμε για να επιβληθούμε, να επικρατήσομε, να νικήσομε! Αυτό ήταν το αξίωμα των Ελλήνων της ομηρικής εποχής, στους οποίους ο Νίτσε αναφέρεται με θαυμασμό. Δεν τους ενδιέφερε να ζουν απλώς, αλλά να ζουν προκειμένου να αποκτήσουν δύναμη και μεγαλείο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και συχνά πέθαιναν νέοι μην υπολογίζοντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή τους στα πεδία των μαχών.

Το κάθε πράγμα στο κόσμο, κατά τον Νίτσε, δεν θέλει απλώς να υπάρχει ή να ζει, αλλά θέλει, επιπλέον, να απλώνει την δύναμή του στα άλλα πράγματα και να κυριαρχήσει πάνω τους. Έτσι, αν βλέπω το κόκκινο χρώμα του τριαντάφυλλου, είναι γιατί το τριαντάφυλλο θέλει με τον τρόπο αυτό να μου επιβάλει την παρουσία του, ή, αν ακούω τον ήχο της μύγας που πετάει είναι εξαιτίας της τάσης της για επιβολή της ύπαρξής της πάνω μου, ή, αν το νερό εξατμίζεται λόγω της θερμότητας που ασκεί πάνω του ο ήλιος, είναι γιατί ο ήλιος θέλει να επιβάλει την δύναμή του πάνω στο νερό, και ούτω καθεξής. Πρέπει, λέει ο Νίτσε, να καταλάβομε ότι όποτε προκαλούνται κάποια αποτελέσματα, όπως η αίσθηση εκ μέρους μας του κόκκινου χρώματος ή η εξάτμιση των υδάτων της θάλασσας λόγω της θερμότητας που ασκεί ο ήλιος στην θάλασσα, είναι γιατί η θέληση ενός πράγματος θέλει να υπερισχύσει της θέλησης κάποιου άλλου πράγματος. Όλα τα φαινόμενα είναι προϊόντα της θέλησης για δύναμη. Κι αυτό φυσικά ισχύει και στην περίπτωση του ανθρώπου. Ό,τι κι αν κάνομε, όποια σχέση κι αν δημιουργούμε μεταξύ μας υπαγορεύεται από την θέλησή μας να κυριαρχήσει ο ένας πάνω στον άλλο, όπως στην περίπτωση, για παράδειγμα, της ερωτικής σχέσης, στην οποία εμπλέκονται δυο άνθρωποι με την προοπτική της απόκτησης δύναμης ο ένας πάνω στον άλλο, και όχι απλώς για μοιραστούν από κοινού κάποια ηδονή· η ερωτική σχέση, όπως κάθε άλλη σχέση, είναι μια ανταγωνιστική σχέση, όπου ο κάθε εμπλεκόμενος ή η κάθε εμπλεκόμενη θέλει να επιβληθεί στον άλλο ή την άλλη και, έτσι, να αποκτήσει περισσότερη δύναμη. Κατά τον Νίτσε, η ζωή ουσιαστικά είναι διεκδίκηση, τάση για επικράτηση, διαρκής αγώνας του κάθε φορέα της να απλωθεί παραπέρα από αυτό που είναι την εκάστοτε δεδομένη στιγμή, οικειοποίηση· δεν είναι ούτε ανάγκη ούτε πείνα ούτε ποτέ επάρκεια, αλλά είναι πλούτος, δαψίλεια, αδιάπτωτη τάση για διεύρυνση, ατελεύτητη βούληση για δύναμη.

Στο νόημα αυτό της ζωής καταφάσκουν οι εκφραστές της ηθικής του κυρίου, καθώς ο στόχος των, μέσα από την τόλμη, την αρπακτικότητα, την εκδικητικότητα, τις επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν, το πάθος τους για πλούτο, είναι να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη από τους άλλους και να κυριαρχήσουν, έτσι, πάνω τους. Αντίθετα, οι απολογητές της ηθικής του δούλου, η οποία καλλιεργήθηκε στους κόλπους της ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας, προβάλλοντας, την κακομοιριά, την παθητικότητα, την ανέχεια, την παθητικότητα, την υποχωρητικότητα και άλλα παρόμοια, μοιάζουν να αποποιούνται το νόημα της ζωής, να αρνούνται την θέληση για δύναμη, χάρη στην οποία η ζωή μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει. Μοιάζουν, όμως, να έχουν αυτόν τον σκοπό! Γιατί στην πραγματικότητα ο τρόπος αυτός της συμπεριφοράς των δεν είναι παρά ένας ελιγμός, προκειμένου να κατορθώσουν να κυριαρχήσουν αυτοί. Βλέποντας, δηλαδή, ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν ευθέως τους απολογητές της ηθικής του κυρίου, προσποιήθηκαν –και εξακολουθούν να υποκρίνονται– τους αδύναμους ούτως, ώστε, αποκοιμίζοντάς τους, να τους υποσκελίσουν και να επιβάλουν, έτσι, την δική τους θέληση στον κόσμο. Κι αν κρίνει κανείς από την επικράτηση της ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας, το σχέδιο των απολογητών της ηθικής του δούλου υπήρξε αποτελεσματικό.

Σε αντίθεση, λοιπόν, προς την ευθύτητα και την γενναιότητα με την οποία χειρίζονται τις υποθέσεις των οι εκφραστές της ηθικής του κυρίου, οι απολογητές της ηθικής του δούλου δρουν με υποκριτικό και ύπουλο τρόπο, για να επιτύχουν τον σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση της θέλησής των για δύναμη. Γι’ αυτήν την υποκρισία και την έλλειψη θάρρους των απολογητών της –οι οποίοι διακηρύσσουν μεν την αγάπη και την καλοσύνη, αλλά η χαρά τους είναι να κατηγορούν, να τιμωρούν και, αν μπορούν, να βγάζουν από την μέση τους άλλους, που βρίσκονται απέναντί τους– ο Νίτσε θεώρησε την ηθική του δούλου σαν μια αρρώστια του ανθρώπινου γένους που ξαπλώθηκε εν είδη επιδημίας σε όλο τον δυτικό κόσμο.

Με τον έναν, ή τον άλλο τρόπο, εν πάση περιπτώσει, είτε μέσα από τον ευθύβολο τρόπο που έδρασαν οι εκφραστές της ηθικής του κυρίου είτε μέσα από τον πλάγιο και υποκριτικό τρόπο που συμπεριφέρθηκαν οι απολογητές της ηθικής του δούλου, η θέληση για δύναμη, κατά τον Νίτσε, δεν ανεστάλη. Ούτε, όμως, και τώρα, που είναι νεκρός ο Θεός, προς του οποίου την ύπαρξη είναι συνυφασμένες οι αξίες σύμφωνα με τις οποίες καλούμεθα να συμπεριφερόμεθα, πρόκειται, λέει ο Νίτσε, να απαλειφθεί η θέληση για δύναμη. Απλώς, ο Νίτσε θεωρεί ότι, όπως συνέβη στο παρελθόν, οπότε, όταν άλλαξαν οι συνθήκες και την ηθική του κυρίου διαδέχθηκε η ηθική του δούλου, η θέληση για δύναμη δεν ανεστάλη αλλά εκδήλωσε την παρουσία της με διαφορετικό τρόπο, έτσι και τώρα πάλι, που ο Θεός είναι νεκρός, η θέληση για δύναμη θα συνεχίσει να υπάρχει –με κάποιον άλλο, ασφαλώς, τρόπο, προσαρμοσμένο στις νέες συνθήκες, που μοιραία θα προκύψουν. Δεν μπορεί, άλλωστε, να γίνει κι αλλιώς, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, καθώς χωρίς την θέληση για δύναμη, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει τίποτε, αυτό θα σήμαινε το τέλος του ανθρώπου και, γενικότερα, του κόσμου. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι πώς, μετά τον θάνατο του Θεού, αναμένεται να πορευτεί ο άνθρωπος, όταν όχι μόνον όλες οι αξίες σύμφωνα με τις οποίες έζησε καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του θα έχουν χρεοκοπήσει αλλά και ο κόσμος ολόκληρος μέσα στον οποίο έμαθε να ζει μοιραία θα έχει καταρρεύσει από την στιγμή που εκείνος που πιστέψαμε ότι τον έφτιαξε και φρόντισε ως τώρα να τον διατηρεί δεν θα υπάρχει. Η απορία αυτή, ωστόσο, όσο τραγική κι αν φαίνεται, καθώς καλεί τον άνθρωπο να φανταστεί την ζωή του ανέστιος, έξω από τον κόσμο μέσα στον οποίο ως τώρα είχε μάθει να ζει, και χωρίς τα ηθικά στηρίγματα που καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του είχε στην διάθεσή του, στην πραγματικότητα, κατά τον Νίτσε, δεν είναι παρά μια ευκαιρία για ένα ξεκαθάρισμα ψευδαισθήσεων.

Ως προς τις ηθικές αξίες πρέπει να καταλάβομε ότι δεν είναι απόλυτες, αλλά είναι σχετικές· σήμερα μπορεί να ισχύουν κι αύριο όχι· μπορεί να τις υιοθετούν εδώ αλλά όχι εκεί. Αυτό δεν συνέβη με την ηθική του κυρίου; Κάποτε αποτελούσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι είχαν χρέος να συμπεριφέρονται ηθικά, αλλά από ένα σημείο και μετά αντικαταστάθηκε από την ηθική του δούλου που τους υπαγόρευε να συμπεριφέρονται αλλιώς, αν θα ήθελαν να θεωρηθεί η συμπεριφορά τους ηθικά ανεπίληπτη. Οι θρησκείες και οι κοινωνίες στα διάφορα πλάτη και μήκη της γης που τις πιστεύουν οι άνθρωποι έχουν η καθεμιά τους τον δικό τους ηθικό της κώδικα, που δεν συμπίπτει με τον ηθικό κώδικά της άλλης. Το καλό, που οφείλομε να κάνομε σύμφωνα με αυτήν ή εκείνη την ηθική, δεν είναι όπως η φωτιά που καίει το ίδιο κι εδώ κι αλλού, που καίει και τώρα όπως ακριβώς έκαιγε χτες ή θα καίει αύριο. Ιδού, πώς ο Νίτσε με το χρησμοειδές ύφος του περιγράφει την σχετικότητα των αξιών: «πολλές χώρες και πολλούς λαούς είδε ο Ζαρατούστρα. Έτσι ανακάλυψε το καλό και το κακό πολλών λαών. Δεν βρήκε καμιά δύναμη μεγαλύτερη πάνω στην γη ο Ζαρατούστρα από το καλό και το κακό … Εκείνο που ένας λαός υποστήριξε πως είναι καλό, άλλος το καταφρόνησε και το υποτίμησε. Εκείνο που βρήκα άλλοι να αποκαλούν κακό, άλλοι το περικόσμησαν με βασιλική τιμή»[29]. Μοιραία, λοιπόν, λέει ο Νίτσε, τώρα, που πέθανε ο Θεός, στον οποίο πίστεψαν οι οπαδοί της ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας, και η ηθική του δούλου που κουβαλούσε αυτός μαζί του θα πεθάνει κι αυτή μαζί. Όπως, άλλωστε, και κάθε άλλη ηθική που είναι ενσωματωμένη σε κάθε άλλη θρησκεία. Γιατί τελικά, νεκρός δεν είναι μόνο ο Θεός της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης. «Νεκροί είναι όλοι οι θεοί»[30]. Ας μη αγωνιούμε, λοιπόν, που με τον θάνατο του Θεού θα χαθεί μαζί και η ηθική που ως τώρα πιστεύαμε. Απλώς είναι μια καλή ευκαιρία να απαλλαγούμε από την ψευδαίσθηση ότι η αξίες της ηθικής είναι απόλυτες –όπως, επίσης, βέβαια, και από την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος μέσα στον οποίο μάθαμε να ζούμε ως τώρα είναι πραγματικός.

Σε όλους μας είναι ριζωμένη η πεποίθηση ότι, πέρα από μας, υπάρχει ένας αντικειμενικός κόσμος, ένας κόσμος, δηλαδή, δεδομένος, προκατασκευασμένος, ήδη δομημένος από πράγματα τα οποία υπάρχουν πριν και ανεξάρτητα από μας, έτσι, ώστε, όταν οι απόψεις που διατυπώνομε γι’ αυτά συμφωνούν μαζί τους να είναι αληθείς –διαφορετικά να είναι ψευδείς. Η άποψή μου, ορισμένως, ότι το πλατάνι είναι φυλλοβόλο δέντρο, είναι αληθής, επειδή έξω από μένα υπάρχει το πλατάνι που είναι φυλλοβόλο δέντρο, σε αντίθεση με την άποψη κάποιου άλλου που λέει ότι το πλατάνι είναι αειθαλές δέντρο, η οποία είναι ψευδής. Έτσι, υποθέτοντας την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, θεωρώντας, δηλαδή, ότι ζούμε μέσα σε έναν κόσμο που μας περιβάλλουν πράγματα τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα από μας, βρήκαμε έναν μπούσουλα για να ξέρομε πότε λέμε αλήθεια –κάτι που συμβαίνει όποτε ό,τι λέμε αντιστοιχεί στο πράγμα για το οποίο μιλάμε– και πότε λέμε ψέματα –κάτι που ισχύει όταν δεν υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ εκείνου που περιγράφομε όπως το περιγράφομε και εκείνου που υπάρχει όπως υπάρχει στην πραγματικότητα. Η αιτία, με άλλα λόγια, κατά τον Νίτσε, που μας σπρώχνει να υποθέσομε την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας είναι η θέληση για αλήθεια, η επιθυμία μας να βρούμε έναν τρόπο να αποκτήσομε την αλήθεια και να αποβάλλομε το ψέμα. Διαφορετικά, αν διαγράφαμε από τον χάρτη του μυαλού μας την ύπαρξη ενός κόσμου δομημένου από πράγματα που υπάρχουν ανεξάρτητα από μας, δεν θα διαθέταμε κανένα κριτήριο βάσει του οποίου θα μπορούσαμε να δικαιολογήσομε την ύπαρξη της αλήθειας. Η αλήθεια δεν θα υπήρχε.

Την δίψα αυτήν, ωστόσο, για την απόκτηση της αλήθειας ο Νίτσε την θεωρεί καταστροφική. Η θέληση για αλήθεια, κατ’ αυτόν, χαρακτηρίζει τους στείρους ανθρώπους, εκείνους που βουλεύονται με την διαχείριση μιας δεδομένης πραγματικότητας και απαρνούνται την δημιουργική διάθεση με την οποία, όπως κάθε άλλο ον, είναι εφοδιασμένοι, ήγουν την θέληση για δύναμη. Ό,τι συλλαμβάνομε από τον κόσμο που θεωρούμε ότι υπάρχει ανεξάρτητα από μας είναι ιδιότητες των πραγμάτων –χρώματα, ήχοι, οσμές και άλλα παρόμοια–, με τις οποίες αυτά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, παρακινούμενα από την θέλησή τους για δύναμη, επιδιώκουν να μας επιβληθούν. Βλέποντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, ας πούμε, δεν θα πρέπει να το εκλάβομε σαν κάτι που υπάρχει πραγματικά έτσι έξω από μας, αλλά σαν κάτι με το οποίο θέλει αυτό να μας επιβληθεί. Κι εμείς από την πλευρά μας πώς πρέπει να αντιδράσομε στην επίθεση του τριαντάφυλλου; Ο ένας τρόπος είναι να παραιτηθούμε από την δική μας θέληση για δύναμη και να παραδοθούμε στην θέληση για αλήθεια, οπότε θα πρέπει να δεχθούμε αδιαμαρτύρητα ότι έξω από μας υπάρχει πραγματικά το κόκκινο τριαντάφυλλο όπως θέλει αυτό να μας επιβάλλεται, προς το οποίο οφείλομε να ευθυγραμμίσομε την σκέψη μας, αν θέλομε να αποκτήσομε την αλήθεια. Ο άλλος, ο ενδεδειγμένος, κατά τον Νίτσε, τρόπος αντίδρασής μας στην επίθεση του κόκκινου τριαντάφυλλου, όπως, βέβαια, και κάθε άλλου πράγματος, να κυριαρχήσει επάνω μας, είναι να ακολουθήσομε την θέλησή μας για δύναμη και να προσπαθήσομε να κυριαρχήσομε εμείς πάνω στο κόκκινο τριαντάφυλλο –όπως και σε και κάθε άλλο πράγμα– που, ακολουθώντας την δική του θέληση για δύναμη, επιδιώκει να μας επιβληθεί –να μετατραπούμε, με άλλα λόγια, από απλοί διαχειριστές της πραγματικότητας, που μας καθιστά η θέληση για αλήθεια, σε δημιουργούς της πραγματικότητας, όπως μας προτρέπει η θέληση για δύναμη. Προς τούτο, χρειάζεται να απαλλαγούμε από την προκατάληψη για την ύπαρξη ενός κόσμου που αποτελείται από πράγματα που υπάρχουν όπως υπάρχουν ανεξάρτητα από μας, οι οποίες αναστέλλουν την δράση της θέλησή μας για δύναμη. Οι πήγες της προκατάληψης αυτής εντοπίζονται στην γλώσσα και στην πίστη ότι κάποιο ανώτερο ον έχει φροντίσει πριν από μας να δημιουργήσει τον δεδομένο αυτόν κόσμο.

Το γεγονός, ορισμένως, ότι οι λέξεις που μεταχειριζόμαστε για να περιγράψομε τον κόσμο μιλάνε για πράγματα μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα στα οποία αναφέρονται αυτές υπάρχουν πέρα από μας. Όσο χρησιμοποιούμε, ας πούμε, την λέξη «πλατάνι» ή την λέξη «χελώνα» θα μας παραπέμπουν αυτές, αντίστοιχα, σε κάποιο πλατάνι ή σε κάποια χελώνα που υπάρχουν ανεξάρτητα από μας. Πρέπει, όμως, να περιοριστούμε σε αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Ό,τι μπορούμε να πούμε ότι ξέρομε για τα πράγματα είναι οι εικόνες των ή οι παραστάσεις των, τις οποίες δημιουργούμε μέσω των αισθήσεών μας, και όχι τα ίδια τα πράγματα. «Δεν υπάρχουν πράγματα», ισχυρίζεται ο Νίτσε. «Αυτά βρίσκονται στην φαντασία μας. Χειριζόμαστε ανύπαρκτα πράγματα –γραμμές, επιφάνειες, σώματα, διαιρετούς χρόνους και χώρους–»[31], τα οποία η γλώσσα μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η γλώσσα που μεταχειριζόμαστε, για να περιγράψομε τον κόσμο που υπάρχει πέρα από μας, μιλάει για τα αντικείμενα και τα γεγονότα του σαν να είναι πραγματικά, ενώ το σωστό είναι να πούμε πως πρόκειται για πράγματα που συνθέτουν έναν κόσμο τον οποίο δημιουργήσαμε εμείς με τις αισθήσεις μας ακολουθώντας την υπάρχουσα μέσα μας θέληση για δύναμη, ήγουν την τάση μας να επεκτείνομε την κυριαρχία μας παντού και να επιβληθούμε πάνω στα πράγματα[32]. Αυτό, όμως, ουδόλως σημαίνει, κατά τον Νίτσε, ότι θα πρέπει υποβαθμίσομε την αξία της γλώσσας και ότι οφείλομε, συνεπώς, αν θα ήταν στο χέρι μας, να την καταργήσομε. Γιατί και με την τέχνη οι άνθρωποι κατασκευάζουν πράγματα που, παρά το γεγονός ότι δεν αποτελούν κομμάτια της αντικειμενικής πραγματικότητας, δεν χάνουν την αξία τους. Αυτό συμβαίνει, γιατί δεν έχομε την ψευδαίσθηση ότι τα έργα της τέχνης είναι πραγματικά όντα, αλλά ξέρομε καλά ότι πρόκειται για δημιουργήματα της φαντασίας των καλλιτεχνών που τα έφτιαξαν. Εκείνο λοιπόν, το οποίο επέκρινε ο Νίτσε σχετικά με την γλώσσα είναι ότι όλοι μας –και οι δημιουργοί της αλλά και εμείς οι άλλοι– πιστέψαμε ότι οι λέξεις μιλάνε για πράγματα που υπάρχουν στην πραγματικότητα. Η παραπλανητική αυτή λειτουργία της γλώσσας ξεκινάει από πολύ παλιά. «Παντού», σημειώνει ο Νίτσε, «όπου οι πανάρχαιοι λαοί έπλαθαν μια λέξη πίστευαν ότι είχαν ανακαλύψει κάτι [που υπήρχε στην πραγματικότητα]. Πόσο διαφορετική, όμως, ήταν η αλήθεια. Είχαν αγγίξει ένα πρόβλημα και, πιστεύοντας ότι το έλυναν, όρθωναν ένα εμπόδιο για την λύση του. Τώρα … αναγκαστικά σκοντάφτει κανείς σε πέτρινες, πεθαμένες λέξεις και εκεί μάλλον το πόδι του σπάει παρά η λέξη»[33]. Τελικά θα πρέπει να το καταλάβομε ότι η γλώσσα, όσο κι αν μας δίνει την εντύπωση ότι μιλάει για έναν δεδομένο, έξω και ανεξάρτητα από μας, παγιωμένο κόσμο, αφήνει, παρόλα αυτά, το πεδίο ελεύθερο μπροστά μας, ώστε, ακολουθώντας την θέλησή μας για δύναμη, να τον αντιμετωπίζομε δημιουργικά, να θεωρούμε ότι εμείς είμαστε εκείνοι που έχομε την ευθύνη για την ύπαρξή του, και ουδείς άλλος. Ακόμη και οι πάσης φύσεως θρησκευόμενοι που πιστεύουν στον Θεό ως δημιουργό των πάντων είναι ελεύθεροι τώρα πλέον, μετά τον θάνατο του Θεού, να στοιχήσουν στην άποψη αυτή και να απαλλαγούν από την προκατάληψη ότι ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε μας έχει δοθεί έτοιμος από ένα ανώτερο ον, προκειμένου να τον διαχειριστούμε απλώς εμείς σύμφωνα με την θέλησή μας για αλήθεια.

Να, λοιπόν, που οι άνθρωποι, μετά τον θάνατο του Θεού, που εξήγγειλε ο Νίτσε, στην πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας τους, χωρίς τις δεσμεύσεις του παρελθόντος, μια και οι αξίες και η αντικειμενικώς υφιστάμενη πραγματικότητα σύμφωνα με τις οποίες, όσο υπήρχε ο Θεός και πίστευαν σε αυτόν, ήταν υποχρεωμένοι να ρυθμίζουν την συμπεριφορά τους, είναι έτοιμοι πια, ακολουθώντας την φωνή της θέλησής των για δύναμη, να επιχειρήσουν το μεγάλο άλμα. Όχι ότι ως τώρα κατά την ιστορική διαδρομή του ο άνθρωπος δεν έκανε άλματα αποκτώντας κάθε φορά που τα επιχειρούσε όλο και μεγαλύτερη ισχύ ικανοποιώντας, έτσι, την θέλησή του για δύναμη. Όλα τα άλματα αυτά, ωστόσο, και η δύναμη που του απέφεραν περιορίζονταν στην σφαίρα του ανθρώπινου, αφού πάντοτε από πάνω του υπήρχε κάποιος Θεός, που τον εξουσίαζε κρατώντας τον εντός των ορίων του. Τώρα, όμως, που ο Θεός είναι νεκρός, είναι ο καιρός ο άνθρωπος να επιχειρήσει το άλμα εκείνο που θα του επιτρέψει να ξεπεράσει πλέον τα στενά, δεδομένα από κάποιον Θεό όριά του και να γίνει υπεράνθρωπος[34] παίρνοντας, έτσι, την θέση του Θεού. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ως υπεράνθρωπος θα συμπεριφέρεται με αυθαιρεσία, αλλοπρόσαλλα, ανεξέλεγκτα, χωρίς κανόνες. Κάθε άλλο. «Η συμμόρφωση προς τον κανόνα», λέει ο Νίτσε, «είναι αρχή του πολιτισμού και εκείνο που κάνει την ζωή να έχει νόημα και να αξίζει να την ζει κανείς»[35]. Και το καλό και το κακό και το σωστό και το απατηλό και το ωραίο και το άσχημο και το άξιο και το ανάξιο θα εξακολουθούν να υπάρχουν στην ζωή του υπεράνθρωπου. Θα είναι ο υπάνθρωπος, όμως –και όχι κάποιο άλλο ον, ένας Θεός, πάνω από τον ίδιο, ή η κοινωνία γύρω του–, που, στοχεύοντας στην ικανοποίηση της θέλησής του για δύναμη, θα καθορίζει τι είναι καλό, για να το επιδιώκει, και τι κακό, για να το αποφεύγει· τι είναι σωστό, για να το επικροτεί, και τι απατηλό, για να το αποδοκιμάζει· τι είναι ωραίο, για να το απολαμβάνει, και τι άσχημο για το αποστρέφεται· τι άξιο, για το θαυμάζει, και τι ανάξιο για να το υποτιμά.

Το τι , βεβαία, κατά τον υπεράνθρωπο, θα είναι καλό και τι κακό, τι σωστό και τι απατηλό, ωραίο κι άσχημο, άξιο και ανάξιο μένει από τον Νίτσε ανοικτό, απροσδιόριστο. Η ίδια η μορφή του υπεράνθρωπου, άλλωστε, είναι ασαφής. Λέει μόνο γι’ αυτόν κάπου ο Νίτσε: «θερμή καρδιά και ψυχρό κεφάλι –όταν τα δυο αυτά πράγματα ενωθούν μαζί τότε ο βρυχώμενος αέρας τινάζεται προς τα πάνω, ο Λυτρωτής»[36]. Δεν έχομε, λοιπόν, παρά να περιμένομε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, για να δούμε.

Το άλλο –αν, τελικά, δεν ευοδωθεί η έλευση του υπεράνθρωπου– το οποίο βλέπει ο Νίτσε ότι μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο είναι να εμπλακεί αυτός, όπως και κάθε άλλο ον που περικλείει ο κόσμος, στην διαδικασία της αιώνιας επιστροφής[37]. Ό,τι ζει κανείς τώρα όπως και οτιδήποτε έχει ζήσει στο παρελθόν θα το ζήσει ξανά και ξανά –αμέτρητες φορές. Το καθετί –είτε πρόκειται για σκέψη ή συναίσθημα, είτε για χαρά ή πόνο, είτε για κραυγή ενθουσιασμού ή αναστεναγμό, είτε για την αράχνη αυτή ή το φως του φεγγαριού ανάμεσα στα δέντρα, είτε γι’ αυτή ή εκείνη την στιγμή, είτε για τον εαυτό μου, εσένα ή εκείνον, για οτιδήποτε κι αν πρόκειται, όσο σπουδαίο και όσο ασήμαντο κι αν είναι αυτό– θα επαναληφθεί κατά τον ίδιο τρόπο και μέσα στην ίδια ακολουθία γεγονότων που παρουσιάζεται τώρα ή έχει εκδηλωθεί πριν. «Η αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης θα γυρίζει ξανά και ξανά και μαζί με αυτήν (θα επανέρχεσαι) κι εσύ , ένας κόκκος άμμου»[38].

Ασφαλώς, με τον θάνατο του Θεού, κατά τον Νίτσε –ο οποίος κατηγορήθηκε αφελώς σαν μηδενιστής, σαν κάποιος που δεν ήθελε να μείνει τίποτε όρθιο και να εξαλειφθούν όλα–, τα πράγματα θα αλλάξουν –αλλά, πάντως, δεν θα χαθούν. Είτε ακολουθήσει η έλευση του υπεράνθρωπου είτε υπάρξει η αιώνια επιστροφή, που ο Νίτσε πίστεψε ότι θα πρέπει να περιμένομε, το καλό και το κακό, το σωστό και το απατηλό, το ωραίο ή το άσχημο, και όσα βρήκε μπροστά του άνθρωπος κατά την έως τώρα ιστορική διαδρομή του θα συνεχίσουν, με έναν άλλο, πιο αξιόλογο, τρόπο, να υφίσταται και να ασκούν την επιρροή τους στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Κατεβάστε το pdf αρχείο εδώ

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ο Νίτσε από μικρός αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την όρασή του, η κατάσταση της οποίας επιδεινώθηκε αργότερα σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να φτάσει σχεδόν στα όρια της τύφλωσης, γεγονός που τον υποχρέωνε να έχει ανάγκη από την βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου για να του διορθώνει τα δοκίμιά του ή ακόμη και να του διαβάζει. Πέρα από το πρόβλημα με τα μάτια του, ο Νίτσε υπέφερε συχνά από αφόρητους πονοκεφάλους και στομαχόπονους που του προκαλούσαν εμετούς έτσι, ώστε να αναγκάζεται να μένει επί μέρες κλινήρης χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. «Μια καλή μέρα στις δέκα, ιδού η στατιστική μου, που να την πάρει ο διάβολος», θα πει κάποτε ο ίδιος για την κλονισμένη υγεία του [παράθεμα: Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας (Νεφέλη 2005) σ. 463]. Κάνοντας κάποτε έναν απολογισμό για τις μέρες που πήγαιναν χαμένες εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, τις υπολόγισε σε 118 πριν ακόμη μάλιστα τελειώσει ο χρόνος (παράθεμα: Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σ. 362) Σαν μέσο ανακούφισης από τους πόνους του ο Νίτσε είχε βρει τους πολύωρους, μακρινούς περιπάτους, στους οποίους κατέφευγε, όποτε δεν ήταν αναγκασμένος να μένει στο κρεβάτι ή να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο, για να βρει το κατάλληλο για την κλονισμένη υγεία του κλίμα.

[2] Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σ. 464

[3] Η σχέση του Νίτσε με την μητέρα του και την αδελφή του κάθε άλλο παρά αρμονικές υπήρξαν. «Δεν συμπαθώ την μητέρα μου και μου είναι δυσάρεστο να ακούω την φωνή της αδελφής μου. Η συνύπαρξη μαζί τους ανέκαθεν με αρρώσταινε», αναφέρει σε μια επιστολή του, ενώ σε άλλη επιστολή του σημειώνει: «Ψυχές, όπως η δική σου, αδελφή, μου είναι απεχθείς –ειδικά όταν ξεχειλίζουν από ηθική» [Τα παραθέματα είναι από το βιβλίο του Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σ. 427]. Η αδελφή του, Ελίζαμπετ (1846-1935), παντρεύτηκε το 1885 τον Μπέρνχαρντ Φαίρστερ, πρώην καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης, φανατικό οπαδό και υποκινητή του αντισημιτισμού. Ο ίδιος ο Νίτσε ήταν αντίθετος στην ιδεολογία του αντισημιτισμού, όπως τεκμαίρεται από τις διάφορες αντιδράσεις του. Όταν, ορισμένως, διάβασε το βιβλίο Προμηθεύς λυόμενος του Εβραίου συγγραφέα Ζιγκφριντ Λίπινερ τόσο πολύ ενθουσιάστηκε, ώστε να πει «εάν αυτός ο ποιητής δεν είναι “ιδιοφυΐα”, δεν ξέρω πια τι σημαίνει “ιδιοφυΐα”», και να γράψει στον ίδιο τον Λίπινερ: «από δε και στο εξής πιστεύω ότι έχομε ανάμεσά μας έναν ποιητή […] Πείτε μου, ειλικρινά, αν, όσον αφορά την καταγωγή σας, έχετε σχέση με Εβραίους. Είναι γεγονός ότι τελευταία πολλές εμπειρίες με έχουν κάνει να προσδοκώ τα μέγιστα από νεαρούς τέτοιας καταγωγής». Στην ίδια δε την αδελφή του, σε μια από τις μεταξύ τους ρήξεις, έγραψε: «Δεν υπάρχει απολύτως καμιά περίπτωση συμφιλίωσης με ένα φιλέκδικο αντισημιτικό κουτορνίθι». [Τα παραθέματα είναι από το βιβλίο του Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σσ. 326, 461]. Ο Μπέρνχαρντ και η Ελίζαμπετ Φαίρστερ, δυο χρόνια μετά τον γάμο τους, έφυγαν για την Παραγουάη, προκειμένου να ιδρύσουν εκεί μια καθαρή Αρεία αποικία, την Νέα Γερμανία, όπως την αποκάλεσαν, πείθοντας προς τούτο 14 γερμανικές οικογένειες να τους ακολουθήσουν. Ο Νίτσε, όταν άκουσε το σχέδιο του γαμπρού του και της αδελφής του, αντέδρασε γελώντας. Τελικά η αποικία δεν ευτύχησε, καθώς οι γερμανικές μέθοδοι καλλιέργειας που πήγαν να εφαρμόσουν δεν ευδοκίμησαν, οι αρρώστιες θέριζαν και η πρόσβαση σε αυτήν ήταν δύσκολη. Το αποτέλεσμα ήταν να διογκωθούν τα χρέη, πράγμα που οδήγησε τον Φαίστερ το 1889 να αυτοκτονήσει. Τέσσαρα χρόνια μετά η Ελίζαμπετ εγκατέλειψε την Παραγουάη, για να επιστρέψει στην Γερμανία. Το 1930 ακολουθώντας την εθνικιστική ιδεολογία του αντισημιτισμού, έγινε μέλος του κόμματος των Ναζί, ενώ στην κηδεία της παρέστησαν ο Χίτλερ και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Ναζισμού.

[4] Πρωτοποριακός Γερμανός συνθέτης, που ευτύχησε πριν ακόμη πεθάνει, το 1883, να αναγνωριστεί ως μυθική μορφή στον χώρο της μουσικής. Ο Βάγκνερ, που γεννήθηκε το 1813, αναμόρφωσε την όπερα μετατρέποντάς την σε μουσικό δράμα, σε «τραγουδισμένη συμφωνία», όπως έλεγε ο ίδιος –ένα μείγμα, δηλαδή μουσικής, ποίησης, χορού και θεάματος. Θεωρούσε ότι, καθώς πρότυπα της οργανικής μουσικής που είχε εμπνευσθεί ο Μπετόβεν ήταν αξεπέραστα, δεν υπήρχε λόγος να γράφονται πλέον μουσικά έργα αυτής της μορφής. Αυτός ήταν και ο λόγος, κατά την γνώμη του, που και ο ίδιος ο Μπετόβεν επέστρεψε με την 9η συμφωνία στον λόγο. Στην καλλιτεχνική παραγωγή του Βάγκνερ περιλαμβάνονται μουσικοδραματικά έργα –Οι νεράιδες, Η απαγόρευση της αγάπης, Ρίντσι, Ο ιπτάμενος Ολλανδός, Ο Τανχόιζερ και ο διαγωνισμός των τραγουδιστών του Βάρτμπουργκ, Λόενγκριν, Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, Ο χρυσός του Ρήνου, Βαλκυρία, Ζίγκφριντ, Το λυκόφως των Θεών, Τριστάνος και Ιζόλδη. Οι τραγουδιστές της Νυρεμβέργης, Πάρσιφαλ– και μουσικά έργα –η Συμφωνία σε C-Dur και η Συμφωνία σε E-Dur (ημιτελής), Ο δείπνος των Αποστόλων για χορωδία και ορχήστρα, Φαντασίοα για πιάνο, Τρείς σονάτες για πιάνο, Το βλας της Ζυρίχης για πιάνο, Ο κύκλος τραγουδιών Βέζεντονγκ Το ειδύλλιο του Ζίγκφριντ για μικρή ορχήστρα, Το Πρελούδιο του Βασιλιά Έντσιο, Το Πρελούδιο του Κολόμβου, Πολωνία, Rule Britannica, Ένα Πρελούδιο του Φάουστ, Αυτοκρατορικό εμβατήριο, Μέγα Εορταστικό Εμβατήριο κ.ά. Ο Βάγκνερ, που, εκτός από μουσικός, υπήρξε και συγγραφέας, έγραψε τα έργα: Τέχνη και Επανάσταση, Όπερα και δράμα, Το εβραϊκό στοιχείο στην μουσική, Η τέχνη στο μέλλον, Η ζωή μου –αυτοβιογραφία σε 16 τόμους. Στις αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα του περιλαμβάνεται ο σωβινισμός και ο ακραίος αντισημιτισμός του, που, μαζί με τα έργα του αγκαλιάστηκαν από τους ναζί, όταν ήρθαν στην εξουσία.

[5] Πολλοί βέβαια, παρασυρμένοι από το γεγονός ότι ο Νίτσε χρησιμοποιούσε την γερμανική γλώσσα, νομίζουν, εσφαλμένα ότι ήταν Γερμανός. Άλλοι, πάλι, επειδή η Βασιλεία, όπου εγκαταστάθηκε μετά την εκλογή του στο πανεπιστήμιο εκεί ανήκε στην Ελβετία, θεώρησαν, επίσης, εσφαλμένα ότι έλαβε την ελβετική υπηκοότητα.

[6] Η σχέση φιλίας, όμως, του Νίτσε με τον Βάγκνερ ύστερα από μερικά χρόνια διερράγη. Ανέκαθεν, βέβαια, ο Νίτσε δεν συμφωνούσε με τον σωβινισμό και τον αντισημιτισμό του Βάγκνερ, αλλά η ρήξη μεταξύ τους επήλθε ο 1876. Αιτία στάθηκε η όπερα του Βάγκνερ Παρσιφάλ, όπου ο συνθέτης υμνεί τον χριστιανισμό, τον οποίον ο Νίτσε είχε ήδη απορρίψει. Όσο, λέει ο Νίτσε, κι αν «αγάπησα και θαύμασα τον Ρίχαρντ Βάγκνερ περισσότερο από οποιονδήποτε … αυτόν, τον πιο βαθυστόχαστο και τολμηρό, αλλά και τον πιο παρεξηγημένο από όλους αυτούς τους δυσνόητους της σήμερον, η γνωριμία με τον οποίο ωφέλησε την γνώση μου περισσότερο από κάθε άλλη», εντούτοις σημειώνει «η αληθινή βαγκνερική μουσική δεν αποτελεί επαρκώς το στοιχείο μου –θα μπορούσα να είμαι ευτυχής και υγιής χωρίς αυτήν. Αυτό που με ξένιζε περισσότερο πάνω του ήταν η τευτονομανία και η ημι-εκκλησιολαγνεία των τελευταίων χρόνων του…». (Ref …..) Αλλού, πάλι, γράφει ο Νίτσε με πιο σκληρό τρόπο για τον πρώην φίλο του: «είναι ο Βάγκνερ καθόλου ανθρώπινο ον; Δεν πρόκειται μάλλον για μια αρρώστια; Οτιδήποτε αγγίζει, το μολύνει. Έχει καταστήσει την μουσική άρρωστη. Διατυπώνω χωρίς καμιά αμφιβολία την άποψη: η τέχνη του Βάγκνερ είναι αρρωστημένη» [Nietzsche , Der Fall Wagner (1866)]. Παρόλα αυτά, ο Βάγκνερ εξακολουθούσε να βρίσκεται μέσα στην καρδιά του Νίτσε. «Όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος για αρκετές μέρες» (Α.Δ. Μιράσγεζη, «Νίτσε: στο λαβύρινθο της ζωής και της σκέψης του», Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη 22/07/2005)»

[7] Η Κόζιμα Φραντσέσκα Γκαετάνα (1837-1930) γνωρίστηκε με τον κατά 24 χρόνια μεγαλύτερό της Βάγκνερ το 1853, ο οποίος τότε ήταν παντρεμένος με την τραγουδίστρια της όπερας, Μίνα Πλάνερ. Της τον συνέστησε ο πατέρας της, ο Ούγγρος συνθέτης και θεωρούμενος ως ο μεγαλύτερος πιανίστας στην ιστορία της μουσικής Φραντς Λιστ. Μετά τον γάμο της, το 1857, με τον βιρτουόζο του πιάνου και διευθυντή ορχήστρας Χανς Φον Μπύλοφ, οι επαφές της με τον Βάγκνερ πύκνωσαν, ώσπου στο τέλος η σχέση τους εξελίχθηκε σε ερωτικό δεσμό. Από το 1866 ζούσαν μαζί σε μια βίλα στην όχθη της λίμνης Λουκέρνης, για να παντρευτούν τελικά το 1770, αφού ο Μπύλοφ συναίνεσε στην έκδοση του διαζυγίου των και η ίδια ασπάστηκε τον προτεσταντισμό. Μετά τον θάνατο του Βάγκνερ, το 1883, η Κόζιμα ανέλαβε την διεύθυνση του Φεστιβάλ του Μπαϋρώυτ ως το 1906, οπότε αποσύρθηκε για λόγους υγείας, για να την διαδεχθεί ο γιος της Ζήγκφρηντ, τον οποίο απέκτησε με τον Βάγκνερ. Η Κόζιμα, πέρα από τα δυο παιδιά που είχε από τον πρώτο γάμο της, με τον Βάγκνερ απέκτησε, πριν παντρευτούν μάλιστα, εκτός από τον Ζήγκφρηντ, δυο ακόμη κόρες, την Ιζόλδη και την Εύα.

[8] Από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του 1870

[9] Ο Γαλλο-πρωσικός πόλεμος, που διήρκεσε από το 1870 έως το 1871, έγινε για την επιρροή στα ανεξάρτητα Γερμανικά κρατίδια. Αφορμή για την ένοπλη σύρραξη μεταξύ της Γαλλικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Πρωσίας στάθηκε η διαφωνία της Γαλλίας στην Ανακήρυξη του Γερμανού πρίγκιπα Λεοπόλδου σε βασιλιά της Ισπανίας.

[10] Από παιδί υπέφερε από πάθηση στα μάτια, που ώρες-ώρες έφτανε στα όρια της τύφλωσης, πονοκεφάλους και στομαχικές διαταραχές.

[11] Πρόκειται για τα έργα του : Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής, Ανεπίκαιροι στοχασμοί, Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων, Ανθρώπινο –πολύ ανθρώπινο.

[12] Έκτοτε, όσο διάστημα μπορούσε να φροντίζει ο ίδιος τον εαυτό του, ζούσε με την σύνταξη των 3.000 ελβετικών φράγκων από το Πανεπιστήμιο και την οικονομική συνδρομή φίλων του.

[13] Νίτσε, Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο …….

[14] Μιράσγεζη, ο.π.

[15] Στην περίοδο αυτή της ζωής του Νίτσε ανήκουν τα βιβλία: Χαραυγή (1881), Χαρούμενη επιστήμη (1882), Τάδε έφη Ζαρατούστρα (1883-85), Πέρα από το καλό και το κακό (1886), Η Γενεαλογία της Ηθικής (1887), Η περίπτωση Βάγκνερ (1888), Το Λυκόφως των ειδώλων (1888), Ο Αντίχριστος (1888), Ίδε ο άνθρωπος (1888), Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (1888), φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων, Η βούληση για δύναμη.

[16] Η Λου Σαλομέ μπορούσε να ικανοποιεί την φιλοδοξία της να κάνει αισθητή την παρουσία της χάρη στην έλξη που ασκούσε σε σπουδαίους άντρες, όπως ο ποιητής Ράινερ Μαρία Ρίλκε, του οποίου υπήρξε ερωμένη, ή ο θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας Σίγκμουντ Φρόυντ, με τον οποίο δημιούργησε στενή σχέση φιλίας.

[17] Παράθεμα: Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σ. 414.

[18] Ο Γκαστ, που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιόχαν Χένριχ Καίζελιτζ, σπούδασε μουσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και, κατόπιν, πήγε στην Βασιλεία, όπου, μεταξύ των διαλέξεων των καθηγητών που παρακολούθησε, ήταν και εκείνες του Νίτσε, με τον οποίο ανέπτυξε μακρόχρονη σχέση φιλίας. Το 1881 ο Νίτσε του έδωσε το ψευδώνυμο Πέτερ Γκαστ, με το οποίο έγινε γνωστός και υπέγραφε τις όπερές του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η κωμική όπερα σε τρεις πράξεις Ο μυστικός γάμος ή Ο λέων της Βενετίας, όπως την ονόμασε μετά καθ’ υπόδειξη του Νίτσε, ο οποίος την χαρακτήρισε ως «την ωραιότερη μουσική από την εποχή του Μότσαρτ· για την ακρίβεια, την μουσική που ο Μότσαρτ δεν θα μπορούσε να είχε γράψει» [παράθεμα: Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σ. 475]. Ο Γκαστ ως συγγραφέας άρθρων σε εφημερίδες, διηγημάτων και παραμυθιών χρησιμοποίησε κι άλλα ψευδώνυμα, όπως Λούντβιχ Μαίρνερ [Ludwig Mürner], Πέτερ Σλέμιχλ [Peter Schlemihl] και Πέτρους Ερέμιτους [Petrus Eremitus]. Συνεργασθείς, εξάλλου, από το 1899 έως το 1909 με την αδελφή του Νίτσε στην έκδοση του Αρχείου Νίτσε θεωρήθηκε υπεύθυνος για την επιλεκτική και παραπλανητική έκδοση των καταλοίπων του Νίτσε –κυρίως δε για την Θέληση για δύναμη, όπως τιτλοφορήθηκε αυτή από την αδελφή του Νίτσε–, το οποίο μάλιστα υπερασπίστηκε απέναντι στην κριτική που του ασκήθηκε. Μετά την διακοπή της συνεργασίας του, όμως, στην έκδοση του Αρχείου όχι μόνο δεν ξαναμίλησε δημοσίως υπέρ αυτού, αλλά ιδιωτικώς, σε επιστολές του, κατηγόρησε την αδελφή του Νίτσε –όπως, άλλωστε, είχε κάνει πριν συνεργαστεί μαζί της.

[19] Ο Νίτσε λέει (Ιδού ο άνθρωπος ……) για τον Γκαστ ότι «διόρθωνε κι έγραφε, επίσης· ουσιαστικά εκείνος ήταν πράγματι ο συγγραφέας κι εγώ απλώς ο συντάκτης».

[20] «Πρόκειται», λέει ο Νίτσε το 1881, «περί ενός πρώτης τάξεως μουσικό, και σε αυτό που κάνει δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να τον ξεπεράσει. Επιπλέον απολαμβάνω αυτή την μουσική, επειδή είναι ακριβώς του είδους που ταιριάζει με την φιλοσοφία μου». Έναν παρακολούθησε χρόνο σχεδόν μετά ο Νίτσε θα αναφερθεί στον Γκαστ με ανάλογο θαυμασμό. «Πρόκειται για έναν νέο Μότσαρτ […] ομορφιά, φλόγα, γαλήνη μέγεθος, υπερχειλίζουσα επινοητικότητα, από την μια, και αριστοτεχνική χάρη από την άλλη –ένας μοναδικός συνδυασμός αρετών. Δεν θέλω πλέον να ακούω άλλη μουσική». Παραθέματα: Ronald Hayman, Friedrich Nietzsche –η τραγική ζωή μιας μεγαλοφυΐας, σσ. 389, 424

[21] (Ref.) Ίδε ο άνθρωπος ……..

[22] Βλ. παραπάνω, υποσημ. 1.

[23] Στην Βαϊμάρη, κι ενώ τα βιβλία του είχαν αρχίσει πια να διαβάζονται και να σχολιάζονται στην Ευρώπη, η αδελφή του –η οποία από το 1895 απέκτησε τα συγγραφικά δικαιώματά του, τα οποία ως τότε κατείχε η μητέρα τους, καθώς και, μετά τον θάνατο της τελευταίας αυτής, την σύνταξή του από το πανεπιστήμιο– νοίκιασε ένα μεγάλο σπίτι, όπου, μαζί με τον αδελφό της, μετέφερε τα χειρόγραφά του και την αλληλογραφία του, προκειμένου να οργανώσει το Αρχείο Νίτσε και να προωθήσει, έτσι, την διδασκαλία του. Μόνο που η επιδίωξή της ήταν να αναδειχθεί, μέσα από το έργο του Νίτσε, η εικόνα ενός διανοούμενου που είχε ενστερνιστεί τον εθνικισμό και τον αντισημιτισμό –ειδικά, μάλιστα, μέσα από τα αδημοσίευτα χειρόγραφά του, τα οποία εξέδωσε μετά τον θάνατό του υπό τον τίτλο Η θέληση για δύναμη ούτως, ώστε να εμφανίζεται ο αδελφός της με την μορφή που επεδίωκε η ίδια. Ήταν, σαφώς, εφικτό για τους Ναζί επιλέγοντας αποσπάσματα από το έργο του Νίτσε υπέρ του πολέμου, της επιθετικότητας και της επικράτησης να τα προσαρμόσουν με τέτοιον τρόπο που να εξαίρεται μέσω αυτών η εθνικιστική και ρατσιστική ιδεολογία τους. Σε ανταπόδοση ακριβώς της συμβολής της στην σύνδεση του ονόματος του αδελφού της με την ιδεολογία του ναζισμού ο Χίτλερ και οι Ναζί, όταν ανέλαβαν το 1933 την εξουσία, φρόντισαν να παράσχουν στο Αρχείο Νίτσε οικονομική υποστήριξη και δημοσιότητα. Δεν αρκεί, όμως, παρά να δει κανείς περικοπές από το έργο του, όπως η παράγραφος 475 από το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, για να καταλάβει ότι ο Νίτσε επέκρινε τάσεις, όπως ο εθνικισμός και ο αντισημιτισμός, που υπαγορεύουν την υπεροχή και την κυριαρχία ενός έθνους πάνω σε όλα τα άλλα ή τον αφανισμό ενός έθνους χάριν της επικράτησης κάποιου άλλου, προτείνοντας, αντί της τάσης αυτής, «να γεννηθεί από αυτά [τα υφιστάμενα έθνη], ύστερα από συνεχείς διασταυρώσεις, μια ανάμεικτη φυλή», αφού «δεν είναι το συμφέρον του μεγάλου αριθμού (των λαών), όπως αρέσκονται να λένε, αλλά πριν από όλα το συμφέρον ορισμένων ηγεμονικών δυναστειών, έπειτα εκείνο ορισμένων κατηγοριών του εμπορίου και της κοινωνίας που οδηγεί σε αυτόν τον εθνικισμό », ο οποίος «έχει ανάγκη από τον δόλο, το ψέμα και την βία, προκειμένου να διατηρηθεί».

[24] Στόχος της φιλοσοφίας είναι να πούμε πώς πρέπει ή πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Αν θέλομε, λοιπόν, να πείσομε και τους άλλους για το πώς όπως εμείς κρίνομε ότι θα έπρεπε ή θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, καταφεύγομε στην χρήση του επιχειρήματος. Στην επιστήμη, απεναντίας, η οποία έχει ως στόχο της να δείξει τι ισχύει στην πραγματικότητα, χρησιμοποιείται η απόδειξη και όχι το επιχείρημα. Το επιχείρημα, με άλλα λόγια, το χρησιμοποιούμε, για δικαιολογήσομε κάτι που πιστεύομε ότι είναι σωστό, ότι κάτι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι όπως το εισηγούμεθα, ενώ την απόδειξη την επικαλούμαστε για να δείξομε ότι κάτι είναι στην πραγματικότητα έτσι όπως το λέμε. Βλ. Θ. Πελεγρίνης, Οι πέντε εποχές της φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα 1997), σσ. 11 κ.ε.

[25] Ο ίδιος ο Νίτσε, σε ένα επίγραμμά του, μετά την εκδήλωση πια της τρέλας του, σημειώνει:

Η μοναξιά

Δεν σε βασανίζει· σε ωριμάζει.

Έτσι οφείλεις να έχεις τον ήλιο για φιλενάδα.

[26] Εκφράσεις του, όπως «η θέληση για δύναμη», «ο Θεός είναι νεκρός», «η αιώνια επιστροφή» ή «ο υπεράνθρωπος», λόγω της ασάφειας των και των διαφορετικών προσεγγίσεών τους που παρατηρούνται στα έργα του, έχουν ερμηνευθεί από τους σχολιαστές του Νίτσε κατά ποικίλους τρόπους. Επειδή, ακριβώς, γενικότερα, από τα κείμενα του Νίτσε απουσιάσει η σαφήνεια, η αυστηρότητα και η συνέπεια στην εκφορά του λόγου, εκπρόσωποι της αναλυτικής φιλοσοφίας, που δίνουν σε αυτές πρωτεύουσα σημασία , απέρριψαν τον Νίτσε από τον χώρο της φιλοσοφίας.

[27] Φ, Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη μετ. Ζ. Σαρίκας (Νησίδες –), §§ 108, 125, 343.

[28] Πρόλογος στο πρόγραμμα για τον Σοπενχάουερ, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις ……

[29] Ref. Φ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (Νησίδες –), …….

[30] Φ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα μετ. Ζ. Σαρίκας (Νησίδες –) Μερ. 1. Ενότ. 22.3.

[31] Ref. Νίτσε

[32] Κατά τον Νίτσε, δεν υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα που να επιβάλλεται από κοινού σε όλους μας ανεξαιρέτως. Απεναντίας, ο καθένας μας, στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει την θέλησή του για δύναμη και να κυριαρχήσει πάνω στα πράγματα, προσεγγίζει την πραγματικότητα από την δική του πλευρά, την δική του οπτική γωνία, την δική του προοπτική, με αποτέλεσμα να μην είναι σωστό να μιλάμε για μια αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά για πολλές πραγματικότητες –τόσες, όσες είναι οι προοπτικές από τις οποίες προσεγγίζεται η πραγματικότητα. Η θεωρία αυτή του Νίτσε είναι γνωστή ως προοπτικισμός.

[33] Ref. Νίτσε

[34] Ref. Νίτσε

[35] Ref. Νίτσε

[36] Ref. Νίτσε Ίσως η θερμή καρδιά να εκφράζει το διονυσιακό στοιχείο και το ψυχρό κεφάλι το απολλώνιο στοιχείο, τις δυο πηγές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, που, κατά τον Νίτσε, αποτελεί μαζί με την φιλοσοφία τα δυο μεγαλύτερα επιτεύγματα του πολιτισμού μας.

[37] Η ιδέα της αιώνια επιστροφής, που υιοθέτησε ο Νίτσε, υποστηρίχθηκε, στην αρχαιότητα, από τους Στωικούς. Με την παρακμή του αρχαίου κόσμου και την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας, στους κόλπους της οποίας καλλιεργήθηκε η προσδοκία ότι όλα κάποτε θα τελειώσουν οριστικά για να έλθει η Δευτέρα Παρουσία, η ιδέας της αιώνιας επιστροφής παραμερίστηκε. Για την αιώνια επιστροφή και τις εκφάνσεις της στην φιλοσοφία και τους διάφορους άλλους τομείς του πολιτισμού βλ. Θ. Πελεγρίνης Η αιώνια επιστροφή της φιλοσοφίας (Ελληνικά Γράμματα 2007).

[38] Ref. Νίτσε. Επίσης, ο Νίτσε μιλάει στην αιώνια επιστροφή στην Χαρούμενη επιστήμη παρά 285 και 341, Ίδε ο άνθρωπος Why I write such Good Books, και Έστι μίλησε ο Ζαρατούστρα παρα 1.